- ακαταχώριστος
- -η, -ο (Α ἀκαταχώριστος, -ον) [καταχωρίζω]νεοελλ.1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη θέση που πρέπει«ακαταχώριστα ονόματα»2. εκείνος που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο«ακαταχώριστη αγγελία»αρχ.αυτός που δεν έχει χωνευτεί, ο άπεπτος«ἀκαταχώριστος ὕλη» (Αριστοτ. Προβλήμ. 28, 3).
Dictionary of Greek. 2013.