ακαταχώριστος

ακαταχώριστος
-η, -ο (Α ἀκαταχώριστος, -ον) [καταχωρίζω]
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη θέση που πρέπει
«ακαταχώριστα ονόματα»
2. εκείνος που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο
«ακαταχώριστη αγγελία»
αρχ.
αυτός που δεν έχει χωνευτεί, ο άπεπτος
«ἀκαταχώριστος ὕλη» (Αριστοτ. Προβλήμ. 28, 3).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακαταχώριστος — η, ο (είναι λάθος το ακαταχώρητος) 1. αυτός που δεν καταγράφηκε στη θέση που έπρεπε: Αυτό το κονδύλιο έμεινε ακαταχώριστο στα βιβλία. 2. αυτός που δε δημοσιεύτηκε: Το άρθρο που έστειλα στην εφημερίδα μένει ακόμη ακαταχώριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαταχώριστον — ἀκαταχώριστος undigested masc/fem acc sg ἀκαταχώριστος undigested neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταχώρητος — η, ο ακαταχώριστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ακαταχώρητος χρησιμοποιείται ενίοτε αντί τού ορθού τ. ακαταχώριστος* από το ρ. καταχωρίζω. Σημειώνεται ότι στη Νέα Ελληνική ρήμα καταχωρώ που θα δικαιολογούσε τ. ακαταχώρητος δεν υπάρχει] …   Dictionary of Greek

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • ακατάγραπτος — η, ο (Α ἀκατάγραπτος, ον) (νεοελλ. και ακατάγραφτος, η, ο) [καταγράφω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταγραφεί σε κατάλογο, ο ακαταχώριστος 2. που δεν υπόκειται σε καταγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”